- μυχορήμων
- μυχορήμωνspeaking from the depths of the soulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυχορήμων — μυχορήμων, ον (Μ) αυτός που μιλά από τα μύχια, από τα βάθη τής ψυχής του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + ῥήμων «ρήτορας» (πρβλ. ευ ρήμων)] … Dictionary of Greek
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek